- ανθοκήπιο(ν)
- το , ανθόκηπος ο цветник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθοκήπιο — ανθοκήπιο, το και ανθόκηπος, ο κήπος στον οποίο καλλιεργούνται κυρίως λουλούδια για πούλημα: Στο κτήμα τους είχαν κι ένα μικρό ανθόκηπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθοκήπιο — και ανθοκήπι, το βλ. ανθόκηπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + κηπίον, υποκορ, του κήπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Χρ. Δαραλέξη (ψευδώνυμο Daramot) στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθόκηπος — ο και ανθοκήπιο και κήπι, το κήπος η θερμοκήπιο όπου καλλιεργούνται καλλωπιστικά φυτά … Dictionary of Greek